Μεσουράνησε στο πρώτο PlayStation, συνέχισε στο PlayStation 2 και ύστερα… τίποτα. Η σειρά Suikoden έγινε γνωστή με το Suikoden και πολύ δημοφιλέστερη με το Suikoden II, τα οποία η Konami φέρνει σε μια συλλογή ως Suikoden I & II Remaster: Gate Rune & Dunan Unification Wars. Έπειτα από πολυετή αναμονή, οι φίλοι της σειράς μπορούν επιτέλους να τα απολαύσουν σε μοντέρνες πλατφόρμες, βελτιωμένα μάλιστα. «Στέκονται» καλά οι δύο τίτλοι, 30 και 27 χρόνια αργότερα και πόσο τους βελτίωσε η Konami; Ξεκινώντας με το πρώτο Suikoden, γνωρίζουμε τον πρωταγωνιστή Tir McDohl, γιο του στρατηγού Teo McDohl που υπηρετεί την Scarlet Moon Empire. Από νωρίς φαίνεται πόσο σάπια εκ των έσω είναι η Αυτοκρατορία, γεγονός που κορυφώνεται με την αλλαγή στρατοπέδου του πρωταγωνιστή – αφήνει πίσω το παρελθόν και την Αυτοκρατορία για να ενταχθεί στον Liberation Army και να αντισταθεί στους πρώην συμμάχους του.

Το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται σε διάφορα σημεία: την ιστορία που σφύζει πολιτική ίντριγκα, τον πρωταγωνιστή που προδίδεται και καταλήγει φυγάς, την ύπαρξη Runes και μαγείας μαζί με φανταστικά τέρατα, όπως και την ελευθερία του παίκτη να εξερευνά και να μεγαλώνει τον στρατό του. Όσο ο παίκτης εξερευνά ελεύθερα τα γύρω χωριά και μιλάει με κόσμο, ανακαλύπτει μεγάλο βάθος στην γενικότερη ιστορία, η οποία παρά την έκτασή της καταφέρνει να έχει προσωπικό χαρακτήρα. Ένα σημείο που δεν θα μπορούσε να βελτιώσει ένα remaster, είναι η ροή της ιστορίας. Άλλες φορές «βιάζεται», άλλες φορές κυλάει ομαλά, ενώ ο παίκτης δεν έχει συχνά τον χρόνο να ανακαλύψει περισσότερα για τον κόσμο, τα γεγονότα ή τους χαρακτήρες πέραν των όσων συναναστρέφεται. Για ένα παιχνίδι με τόσο πλούσιο κόσμο, η εκτέλεση θα μπορούσε να είναι καλύτερη.

Η δυνατότητα στρατολόγησης των 108 μοναδικών χαρακτήρων παραμένει από τα διασημότερα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, με τον καθένα να φέρνει λίγο ή πολύ νέο υλικό. Ο παίκτης καταλήγει να τους μαθαίνει και να δένεται μαζί τους, ενώ ανάλογα το ποιος βρίσκεται στο party, ξεκλειδώνονται νέοι διάλογοι, νέες σκηνές όπως και διαφορετικά τέλη/επίλογοι χαρακτήρων. Δεν πρόκειται για μια εκατοντάδα απρόσωπων πολεμιστών, αλλά για συμμάχους με όνομα και ιστορία. Δεν μιλάμε για 108 «κλώνους», αλλά χαρακτήρες που προσφέρουν ουσία. Κάποιοι παραμένουν στο κάστρο, όπως ο Rock, που βοηθάει τρομερά στη διαχείριση του inventory αφού λειτουργεί ως αποθηκάριος, ενώ η Marie λειτουργεί ένα μίνι πανδοχείο στο κάστρο όπου ο παίκτης αναρρώνει δωρεάν. Περίπου 70 εντάσσονται στο party και προσφέρουν διαφορετικά abilities και δυνατότητες για combos, τα λεγόμενα “Unite” attacks που εμφανίζονται όταν υπάρχουν δύο συμβατά άτομα στο party.

Η εξάδα χωρίζεται ανά τριάδες, σε front και back rows. Μπροστά πολεμούν όσοι έχουν εμβέλεια Short, πίσω οι Long, με τους Medium να μπαίνουν είτε στην μπροστινή είτε στην πίσω σειρά. Οι μάχες εκτυλίσσονται σε γύρους ομαδικά, δηλαδή ο παίκτης δίνει εντολές σε κάθε άτομο της εξάδας και ύστερα οι δύο πλευρές εκτελούν τις ενέργειες ανάλογα με τις προτεραιότητες που έχουν. Συνδυάζοντας απλές επιθέσεις, Defend, Runes, items επίθεσης ή άμυνας αλλά και Unite attacks, η μάχη είναι ζήτημα στρατηγικής και ειδικότερα σε ορισμένα bosses, όπου η επιλογή κατάλληλων μαχητών ανά γραμμή και ο εξοπλισμός με κατάλληλα Runes είναι καθοριστικοί παράγοντες. Μιλώντας για τα Runes, είναι η ειδοποιός διαφορά του Suikoden συγκριτικά με άλλα JRPG. Πρόκειται για αντικείμενα που προσφέρουν επιπλέον δυνατότητες, μαγικές και μη, στους κατόχους τους. Μπορούν να δώσουν δυνάμεις στοιχείων όπως η φωτιά, να αυξήσουν την συχνότητα των counters ή να προσφέρουν δυνατότητες για healing. Πιο προχωρημένα Runes, όπως το Soul Eater που κρατάει ο πρωταγωνιστής, κάνουν instant death στον εχθρό – αν πετύχει η επίθεση. Επιπλέον, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, τα Runes μπορούν να αφαιρεθούν από έναν χαρακτήρα και να συνδεθούν με άλλον, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν πολλαπλά Runes. Ένα άλλο ενδιαφέρον στη χρήση των Runes είναι πως δεν δεσμεύονται από μπάρα MP, αλλά από αριθμό χρήσεων, που αναπληρώνεται όταν ο παίκτης ξεκουράζεται σε inns.

Οπότε ο ρόλος του καθενός μέσα στο party δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την κλάση και το όπλο του, αλλά κι από τα Runes που θα χρησιμοποιεί. Για παράδειγμα, μαχητές με υψηλό evasion μπορούν να εξοπλιστούν με runes που στοχεύουν στα counters, ώστε να αποφεύγουν χτυπήματα και να τιμωρούν όσα δέχονται, ενώ η πίσω γραμμή μένει ανεπηρέαστη. Παράλληλα, αν η μπροστινή γραμμή περιλαμβάνει μαχητές Medium range, μπορούν να κάνουν τα παραπάνω ενώ ταυτόχρονα χτυπούν την πίσω γραμμή του εχθρού, που συνήθως αποτελείται από λιγότερο ανθεκτικές μονάδες. Οι συνδυασμοί που μπορεί να πετύχει κανείς, ειδικά όσο μεγαλώνει το ρόστερ συμμάχων, είναι αμέτρητοι. Μια από τις βολικές αλλαγές των remasters αφορά το auto-battle, το οποίο πλέον δεν λειτουργεί ανά γύρο αλλά συνολικά, μέχρι να το απενεργοποιήσει ο παίκτης με το πάτημα ενός πλήκτρου. Μετριάζει την μονοτονία των random encounters, ειδικά όταν επιλέγεται μαζί με το νέο double speed (το οποίο μπορεί να επιλέξει ανεξάρτητα από το auto-battle, βοηθώντας σε οποιαδήποτε μάχη). Βέβαια, δεν ενδείκνυται για χρήση στις πρώτες ώρες του παιχνιδιού. Δεν χρησιμοποιούνται Runes, medicine (ή άλλα consumables) και γενικότερα, οτιδήποτε πέρα από απλές επιθέσεις, οπότε εύκολα μπορεί κάποιος να καταλήξει με ΚΟ αν δεν το διακόψει έγκαιρα για διορθωτικές κινήσεις. Το θετικό είναι πως με ένα πλήκτρο άμεσα ενεργοποιείται ή διακόπτεται το auto-battle (και το double speed), οπότε αν ο παίκτης δεν αφήσει το χειριστήριο και φύγει, μπορεί να προλάβει καταστάσεις. Όταν γεμίσει η εξάδα μαχητών, έχουν όλοι πανοπλίες και αναβαθμισμένα όπλα (χρειάζονται περίπου 6-7 ώρες για να γίνει αυτό), τότε τα random encounters γίνονται κυλούν σαν νεράκι στο auto-battle.

Πέραν αυτών, αφότου ο παίκτης εδραιωθεί για τα καλά στο κάστρο του, θα αρχίσει να οργανώνει μάχες μεταξύ στρατών, ένα από τα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Suikoden. Εκεί συνεισφέρουν οι 108 ήρωες με διαφορετικούς τρόπους και η ποικιλία επιβραβεύεται, αφού ένα σύστημα «πέτρα-ψαλίδι-χαρτί» ανάλογα με τον τύπο όπλου δίνει δυνάμεις και αδυναμίες στον στρατό. Οι κλάσεις ορισμένων μονάδων, όπως οι Ninja, προσφέρουν επιπλέον προνόμια εντός μάχης ενώ θεωρητικά παθητικοί ρόλοι, όπως οι Merchants, μπορούν να αποδυναμώσουν τον αντίπαλο στρατό μέσω μεθόδων όπως η δωροδοκία. Πρακτικά, μιλάμε για ένα turn-based RPG από τη μία κι ένα (light) strategy από την άλλη. Το σύστημα inventory του πρώτου Suikoden παραμένει προβληματικό στο remaster. Το βασικό ζήτημα είναι ο εξοπλισμός, τον οποίο παρότι φορούν οι χαρακτήρες, συνεχίζει να πιάνει θέση στο inventory κι έτσι 3-4 θέσεις είναι μονίμως πιασμένες, από τις 8 συνολικά για τον καθένα. Οπότε έχοντας μια εξάδα medicine σε όλους, μένουν μόλις 3 θέσεις κενές, οι οποίες πάρα πολύ εύκολα γεμίζουν είτε με loot, είτε με περιφερειακό εξοπλισμό (όπως τα βασικότατα Runes ή Orbs που προσφέρουν bonus στις μάχες) και η διαχείριση γίνεται τεράστιο αγκάθι.

Αν το πρώτο Suikoden ήταν μια πολύ καλή προσπάθεια για κάτι φρέσκο και πολύπλευρο, το Suikoden II τελειοποίησε τη φόρμουλα. Η δύναμη της πλοκής του πρώτου τίτλου βασιζόταν κυρίως σε χαρακτήρες, αφού κατά τα άλλα, ήταν μια -ομολογουμένως καλοφτιαγμένη- κλασική ιστορία αντίστασης ενάντια σε μια αυτοκρατορία. Η βάση του δεύτερου παιχνιδιού είναι παρόμοια, όμως όχι ολόιδια. Πρωταγωνιστής είναι ο Riou, με βασικό σύμμαχο τον παιδικό φίλο του, Jowy, και οι δυο τους μέλη της Youth Brigade του Highland Kingdom. Ένα τραγικό βράδυ έρχονται τα πάνω κάτω και βρίσκονται φυλακισμένοι από τον εχθρό, όμως σταδιακά, η ιστορία παίρνει πολύ χειρότερη τροπή. Το μεγαλύτερο ατού στο Suikoden II, από πλευράς ιστορίας, είναι οι κακοί. Δεν είναι γραμμένοι σαν καρικατούρες, δεν ζητούν κυριαρχία για χάρη της κυριαρχίας, δεν σφαγιάζουν τους πάντες. Θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται στη θέση του πρωταγωνιστή και το παιχνίδι να παίζεται από την δική τους πλευρά. Από την αρχή χτίζονται ως κάτι πολύπλοκο κι όχι άσπρο-μαύρο, γεγονός που κάνει τις τελευταίες ώρες ιδιαίτερα δύσκολες συναισθηματικά. Δεν συμβαίνει συχνά κάτι τέτοιο, πόσω μάλλον το μακρινό 1998 όταν και κυκλοφόρησε το Suikoden II. Κι αυτό είναι από τα κυριότερα σημεία που το κάνουν αγέραστο, καθώς η ιστορία του συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες όλων των εποχών, ανάμεσα σε κορυφαία JRPG.

Ο κορμός του πρώτου παιχνιδιού επιστρέφει, δηλαδή πέραν της ιστορίας, υπάρχουν 108 χαρακτήρες για επιστράτευση που αναλαμβάνουν ρόλους στο κάστρο και στο party, προσφέρουν νέες σκηνές και διαλόγους, όπως και επιπλέον τέλη και επιλόγους στην ιστορία. Δεδομένου του πόσο πιθανότερο είναι να δεθούν οι παίκτες με τους Riou, Jowy και πολλούς άλλους, συγκριτικά με το πρώτο παιχνίδι, το κυνήγι των 108 “Stars of Destiny” μάλλον θα γίνει βασικός στόχος πολλών παρότι στην πραγματικότητα δεν είναι αναγκαίος. Όπως και στο Suikoden, το κάστρο είναι πρακτικά ένας ακόμη χαρακτήρας. Όσο μεγαλώνει η παρέα, τόσο αποκτά ζωή, ξεκλειδώνοντας νέους χώρους, διακόσμηση, διαδραστικότητα ανάμεσα στους συμμάχους – ακόμη και η μουσική αλλάζει. Όσα έκανε το πρώτο παιχνίδι, γίνονται ακόμη καλύτερα στο δεύτερο. Η εξερεύνηση είναι ευκολότερη, αφού κόβονται πολλά «λιπαρά» και μπρος-πίσω, ενώ το κάστρο εμπλουτίζεται με mini games και μεγαλύτερη διαδραστικότητα μεταξύ των συμμάχων. Οι μάχες μεταξύ στρατών αλλάζουν δραστικά, θυμίζοντας περισσότερο ένα πραγματικό παιχνίδι στρατηγικής αφού ενσωματώνουν κίνηση σε κουτάκια του χάρτη επιπλέον των όλων ενεργειών, εκεί που το πρώτο παιχνίδι αποτύπωνε τις μάχες σε μια στατική οθόνη κι ο παίκτης απλώς έδινε εντολές. Επιπλέον, οι turn-based μάχες είναι ταχύτερες ενώ με νέους τύπους Runes και νέα Unite attacks, η μάχη δεν αλλάζει δραματικά κι αντ’ αυτού εξελίσσεται.

Ένα κοινό πρόβλημα των δύο παιχνιδιών είναι η απουσία εύκολου τρόπου να παρακολουθεί κανείς τα επόμενα βήματα του main quest, οπότε επιστρέφοντας στο παιχνίδι μετά από μέρες, μπορεί να νιώσει εντελώς χαμένος. Μια πολύ καλή προσθήκη των remasters που λύνει κάπως το πρόβλημα, είναι το Log στο βασικό μενού κάθε παιχνιδιού. Επιτρέπει στον παίκτη να διαβάσει διαλόγους που προηγήθηκαν, οπότε και καταλαβαίνει τι έχει να κάνει. Δεν είναι παρεμβατικό στο βασικό κορμό του παιχνιδιού, όπως θα ήταν ένα σύμβολο που πρακτικά παίρνει τον παίκτη από το χεράκι, οπότε ταιριάζει με το ύφος των τίτλων. Σε άλλο μέτωπο, διορθώθηκαν λάθη στα κείμενα, όπως το όνομα του Jowy που σημειωνόταν ως Joei, κάποια γραμματικά λάθη και άλλες «παιδικές ασθένειες» των JRPG που έφταναν στη Δύση εκείνη την εποχή. Επιπλέον, υπάρχει auto-save που διευκολύνει αφάνταστα, αφού είναι δεδομένο πως ο παίκτης θα πιαστεί εξαπίνης σε πολλές μάχες, είτε μιλάμε για bosses, είτε για τα random encounters που συμβαίνουν στα dungeons ή τον κόσμο έξω από τα χωριά. Αν κάποιος δεν θέλει να αγχώνεται, μπορεί να επιλέξει το νέο Easy mode ακόμη και αφότου ξεκινήσει ένα παιχνίδι στο Medium, ενώ το Hard mode δεν μπορεί να αλλάξει στη διάρκεια του παιχνιδιού. Τα πρωτότυπα παιχνίδια αντιστοιχούν στο Medium.

Στον οπτικοακουστικό τομέα, η Konami έκανε καλή δουλειά. Συγκεκριμένα, τα μοντέλα, τα παρασκήνια, τα πορτρέτα στους διαλόγους, τα μενού, τα κουτάκια διαλόγων και πολλά ακόμη σημεία. Οι αντανακλάσεις σε πλακάκια και νερό είναι πιο ήπιες και οι λεπτομέρειες στα περιβάλλοντα απείρως καθαρότερες, ενώ τα sprites των χαρακτήρων είναι βελτιωμένα όμως όχι σε βαθμό που πιξελιάζουν υπερβολικά. Αντίστοιχα, το νερό έχει βελτιωθεί δραματικά, κάτι που παρατηρείται εύκολα στην πρώτη πόλη του Suikoden, σε σιντριβάνια και άλλα σημεία. Δεν μιλάμε για απλή αύξηση ανάλυσης σε παλαιά assets, αλλά για ανακατασκευή ή αντικατάσταση, κάτι που παρατηρείται στα δέντρα και πολλά ακόμη στοιχεία του περιβάλλοντος. Σίγουρα, θα μπορούσε να κάνει καλύτερη δουλειά στην λειτουργικότητα των μενού ή να βελτιώσει κάποια σημεία του gameplay (όπως το inventory του πρώτου Suikoden), ωστόσο ορισμένες αλλαγές που γίνονται για καλό εν τέλει καταλήγουν ανεπιθύμητες από την κοινότητα – είναι δίκοπο μαχαίρι. Σε κάθε περίπτωση, τα παιχνίδια άνετα παίζονται την σημερινή εποχή και για τις περίπου 30-40 ώρες που απαιτεί το καθένα, τα πάντα κυλούν όμορφα.

Αντίστοιχες, αν όχι μεγαλύτερες, βελτιώσεις έγιναν στο soundtrack που έρχεται με βελτιωμένη ποιότητα ήχου, νέες ενορχηστρώσεις και καλύτερη μίξη. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, ανανεώνοντας κλασικά κομμάτια όπως τα “Moonlit Night Theme”, “The Chase”, “An Old Irish Shong” και πολλά ακόμη. Συνολικά, η δουλειά που έχει γίνει είναι αντάξια της ιστορίας της σειράς, αν και πάντα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης.
Το συγκεκριμένο είδος RPG απολαμβάνει μια μικρή αναγέννηση τα τελευταία χρόνια, με τίτλους μικρούς και μεγάλους που κατακτούν σωρεία βραβείων αλλά κυρίως, τις καρδιές των παικτών. Με δεδομένο αυτό, η συλλογή Suikoden I & II μπορεί να αποτελέσει μια πρωτόγνωρη εμπειρία για μια νεότερη γενιά παικτών, ενώ λάτρεις των αρχικών εκδόσεων μπορούν να αναβιώσουν το ένδοξο παρελθόν με βελτιώσεις τόσο μικρές όσο να μην αλλοιώνουν την εμπειρία, αλλά τόσο μεγάλες που την διατηρούν διασκεδαστική τρεις δεκαετίες αργότερα.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity